οξαλικός

οξαλικός
-ή, -ό
αυτός που προέρχεται, ανήκει ή ανάγεται στο οξαλικό οξύ ή τα άλατά του.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • οξαλικός — ή, ό φρ. α) «οξαλικό οξύ» χημ. άκυκλη οργανική ένωση, το πρώτο μέλος τής ομόλογης σειράς τών κορεσμένων δικαρβονικών οξέων, που είναι γνωστό και με τη συστηματική ονομασία αιθανοδιοϊκό οξύ β) «οξαλική διάθεση» ιατρ. ιδιοσυστασιακή κατάσταση τού… …   Dictionary of Greek

  • οξαλικό οξύ — Οργανική ένωση αντίστοιχη προς τον χημικό τύπο C2H2O4· είναι το απλούστερο δικαρβοξυλικό οξύ και ένα από τα ισχυρότερα οργανικά οξέα. Είναι αρκετά διαδεδομένο στη φύση ως άλας του ασβέστιου και του κάλιου και περιέχεται στον κυτταρικό χυμό πολλών …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”